ανακογχυλιαστόν

ανακογχυλιαστόν
ἀνακογχυλιαστόν, το (Α) [ἀνακογχυλιάζω]
γαργάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”